- ελάτι
- τοβλ. έλατο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελάτι — το (κυρ. στον πληθ. ελάτια) έλατο* … Dictionary of Greek
έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση … Dictionary of Greek
έλατο — έλατο, το και έλατος, ο και ελάτι, το δέντρο του δάσους, κωνοφόρο, αειθαλές, ψηλό, που ευδοκιμεί σε ορεινές περιοχές (μεταξύ 500 και 1.500 μ.), με φύλλωμα σχήματος πυραμίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)